Το φως που αντανακλά στο χαμόγελό μου δεν είναι αγγελικά πλασμένο. Δεν ειν'το μέσα μου φτιαγμένο από δαντέλες, δεν είναι η καρδιά μου βάζο με γλυκά. Μου το δωσαν δώρο τα άστρα που με γέννησαν, με οδηγεί, το οδηγώ, κανείς δεν ξέρει. Αλλα εγώ ξέρω ότι πίσω μου φτιάχνει σκιά. Λαμπρό το φώς και πίσσα μαύρη εκείνη. Ρουφάω θέρμη και μεταβολίζω στιγμές. Τις συλλέγω εκεί πίσω, στο κελλάρι. Κουτάκια αμέτρητα με απέξω τίτλο, περιγραφή και απόφθευγμα. Τα ανοίγω κάποιες φορές για να ανασάνουν. Ότι κι αν έχουν μέσα, φραμπαλάδες, μαχαίρια, σιωπή και πάθη. Ανασαίνω κι εγώ μαζί τους, τελετουργία αποδοχής. Το φώς μου δεν είναι εύθραυστο, ούτε εγώ από γυαλί. Το κελλάρι βαραίνει χρόνο το χρόνο, η πλάτη τσάκισε, αλλά εγώ είμαι ψηλή. Κόπιασε αν θες, σου πάνε τα γυαλιά ηλίου.