Φταρνίστηκε δυνατά. Συνήθως νόμιζε οτι ειναι αόρατος, αλλά τα περίεργα βλέμματα των περαστικών του θύμισαν οτι υφίσταται. Εξυσε ηδονικά τη φαγούρα στο κεφάλι του και μετά αφαιρέθηκε κοιτάζοντας τη μάκα στα νύχια του. Είχε βρει μια συμπαθητική καβάτζα εδώ και κανα δυο μέρες σε αυτό το πάρκο, αλλά ήθελε να πάει να βρει ένα φιλαράκι που σύχναζε Ομόνοια. Ηταν σούρουπο και αποφάσισε να μπει στο τρόλλεϋ για να πάει να τον βρει. Κάθισε αναπαυτικά σε μια θέση, όπου διαπίστωσε σιγά - σιγά οτι όλοι απομακρύνονταν. Δεν αναρωτήθηκε καν γιατί, είχε βαρεθεί να το κάνει πια αυτό στον εαυτό του. Και βεβαια κανείς δεν του είπε οτι απλά δεν ήθελε να μυρίζει το κάτουρο που έτσι κι αλλιώς είχε γεμίσει μυρωδιές όλο το όχημα. Ρέμβαζε κοιτάζοντας εικόνες που εναλλάσονταν: Μαμάδες με παιδάκια, ζευγάρια χαμογελαστά, βιαστικούς περαστικούς. Έφτασε πριν το καταλάβει. Έκανε μια βόλτα τριγύρω στην πλατεία, πουθενά ο φιλαράκος. Κρίμα γιατί είχε κάτι άκρες με την εκκλησία και ήλπιζε οτι κάπου θα έβρισκε να κάνει έν...