Ναυτικες ιστορίες part two
Πρέπει να ήταν τουλάχιστον 12 η ώρα. Το κρύο δάγκωνε άσχημα αυτή την εποχή. Ήταν βλέπεις νωρίς ακόμα για το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Οι αρκούδες δεν υπέφεραν από αϋπνίες.
- Δυο ποτάκια, είπε. Δυο ποτάκια και θα θυμηθώ, προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του.
Σκάναρε τη περιοχή με τα μάτια. Σχεδόν από ένστικτο διέκρινε μια φωτεινή ταμπέλα από νεον. Πλησίασε με γοργά βήματα. Άνοιξε την πόρτα και τον αγκάλιασε η θαλπωρή της ζέστης. Και της μαύρης μουσικής. Πλησίασε τη μπάρα. Πρώτα έκατσε και μετά παρατήρησε.
Ένας γεροδεμένος μαύρος ήταν πίσω από τον πάγκο. Δύο μέτρα, τετράγωνες πλάτες και ξυρισμένο κεφάλι. Σκούπιζε ευλαβικά ένα ποτήρι. Δίπλα του (αλλοιθώρησε λίγο κοιτάζοντας) καθόταν ένα ξανθό λουκούμι. Μαύρο κολάν και αβυσσαλέο ντεκολτέ. Βυζοσκάμπιλο και μνημόσυνο (που λέει και ο it is).
- One beer, please, κατάφερε να αρθρώσει στον μπάρμαν.
- Μήπως θες ούζο? τον ρώτησε σε άπταιστα ελληνικά.
- Οχι ρε πατρίδα (?!), του απάντησε γελώντας. Η μπυρίτσα αρκεί.
Τον σέρβιρε αμέσως. Παραδόξως δεν του ζήτησε τα λεφτά upfront. Ένιωθε όμως το βλέμμα του επάνω του. Ήταν σχεδόν σίγουρος πως κάτι ήθελε να του πει. Ταυτόχρονα κοίταξε γύρω του. Ήταν τόσο σκοτεινά όσο του φαινόταν? Του πήρε δυο λεπτά για να καταλάβει. Όλοι μέσα στο μαγαζί ήταν μαύροι. Αυτό το βλέμμα διαπίστωσης διέκρινε ο μπάρμαν και πήρε το λόγο.
- Πως σου ήρθε να μπεις εδώ μέσα?
- Ρε φίλε, εμείς οι Έλληνες δεν έχουμε τέτοια κολλήματα. Me people, you people. Απλά τα πράγματα. Εσύ θα μου πεις πως ξέρεις Ελληνικά?
- Στην δεκαετία του εβδομήντα ήρθα πρώτη φορά στην Κρήτη. Είχα ακούσει για μια ωραία περιοχή, τα Μάταλα. Ε, από τότε κόλλησα. Κάθε χρόνο παίρνω τη γυναίκα μου (σ.σ. το ξανθό γκομενάκι), κλείνω το μαγαζί για 4 μήνες και λιάζομαι στην παραλία. Τα πρώτα χρόνια που δεν είχα σταθερό income, έβγαζα τα προς το ζην με δουλειές του ποδαριού. Κυριολεκτικά όμως! Έχω πατήσει εγώ σταφύλια στην Κρήτη... Να! Κοίτα.
Και βγάζει ο αθεόφοβος, παπούτσι, κάλτσα, και αραδιάζει μια πατούσα ΝΑ με το συμπάθιο. Σκέτο βατραχοπέδιλο. Έσκασε στα γέλια ο κυρ Σάκης, είχε βοηθήσει βέβαια και η μπύρα. Παρήγγειλε άλλη μία και χάθηκε για λίγο στις σκέψεις του.
Είχε γνωρίσει πολλές «ράτσες» στη ζωή του. Θυμήθηκε μια φορά στον Αμαζόνιο, που έσκαγαν οι ντόπιοι με τις βάρκες και παρακαλάγανε για κανένα βαρέλι πετρέλαιο. Κουβαλούσαν και πραμάτεια για ανταλλαγή. Τσαμπιά με μπανάνες, εξωτικά πτηνά και ερπετά, ότι μπορούσαν. Έτσι είχε πάει τον Γιωργάκη τον παπαγάλο στα παιδιά του στην Αθήνα. Κακόμοιρε Γιωργάκη, από τον Αμαζόνιο στην Κυψέλη και μετά το σεισμό του ‘99 στην Αίγινα, σε νοσοκομείο άγριων ζώων γιατί είχε σπάσει το πόδι του.
Αυτές ήταν οι ευχάριστες αναμνήσεις από φιλικούς ανθρώπους. Δεν ξεχνά όμως και μια φορά στον Περσικό, τότε στον πόλεμο, που είχε φάει ρουκέτα από τον Σαντάμ. Είχαν έρθει με ρυμουλκό να τους μαζέψουν. Αξέχαστη εμπειρία κι αυτή.
Η ώρα περνούσε όμως και άκρη δεν είχε βγάλει. Έπρεπε να επιστρέψει στο λιμάνι, την επόμενη μέρα έφευγαν. Τον γλύτωσε ο νέος του φίλος. Πήρε τα κατάλληλα τηλέφωνα και αφού έκλεισε το μπαρ, τον πήγε ο ίδιος με το αμάξι του. Καλοκάγαθος ο γίγαντας τελικά.
Και έτσι αυτή η ιστορία έγινε μια ευχάριστη ανάμνηση, που 20 χρόνια μετά ζωντάνεψε σε ένα Κυριακάτικο τραπέζι. Cheers!
- Δυο ποτάκια, είπε. Δυο ποτάκια και θα θυμηθώ, προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του.
Σκάναρε τη περιοχή με τα μάτια. Σχεδόν από ένστικτο διέκρινε μια φωτεινή ταμπέλα από νεον. Πλησίασε με γοργά βήματα. Άνοιξε την πόρτα και τον αγκάλιασε η θαλπωρή της ζέστης. Και της μαύρης μουσικής. Πλησίασε τη μπάρα. Πρώτα έκατσε και μετά παρατήρησε.
Ένας γεροδεμένος μαύρος ήταν πίσω από τον πάγκο. Δύο μέτρα, τετράγωνες πλάτες και ξυρισμένο κεφάλι. Σκούπιζε ευλαβικά ένα ποτήρι. Δίπλα του (αλλοιθώρησε λίγο κοιτάζοντας) καθόταν ένα ξανθό λουκούμι. Μαύρο κολάν και αβυσσαλέο ντεκολτέ. Βυζοσκάμπιλο και μνημόσυνο (που λέει και ο it is).
- One beer, please, κατάφερε να αρθρώσει στον μπάρμαν.
- Μήπως θες ούζο? τον ρώτησε σε άπταιστα ελληνικά.
- Οχι ρε πατρίδα (?!), του απάντησε γελώντας. Η μπυρίτσα αρκεί.
Τον σέρβιρε αμέσως. Παραδόξως δεν του ζήτησε τα λεφτά upfront. Ένιωθε όμως το βλέμμα του επάνω του. Ήταν σχεδόν σίγουρος πως κάτι ήθελε να του πει. Ταυτόχρονα κοίταξε γύρω του. Ήταν τόσο σκοτεινά όσο του φαινόταν? Του πήρε δυο λεπτά για να καταλάβει. Όλοι μέσα στο μαγαζί ήταν μαύροι. Αυτό το βλέμμα διαπίστωσης διέκρινε ο μπάρμαν και πήρε το λόγο.
- Πως σου ήρθε να μπεις εδώ μέσα?
- Ρε φίλε, εμείς οι Έλληνες δεν έχουμε τέτοια κολλήματα. Me people, you people. Απλά τα πράγματα. Εσύ θα μου πεις πως ξέρεις Ελληνικά?
- Στην δεκαετία του εβδομήντα ήρθα πρώτη φορά στην Κρήτη. Είχα ακούσει για μια ωραία περιοχή, τα Μάταλα. Ε, από τότε κόλλησα. Κάθε χρόνο παίρνω τη γυναίκα μου (σ.σ. το ξανθό γκομενάκι), κλείνω το μαγαζί για 4 μήνες και λιάζομαι στην παραλία. Τα πρώτα χρόνια που δεν είχα σταθερό income, έβγαζα τα προς το ζην με δουλειές του ποδαριού. Κυριολεκτικά όμως! Έχω πατήσει εγώ σταφύλια στην Κρήτη... Να! Κοίτα.
Και βγάζει ο αθεόφοβος, παπούτσι, κάλτσα, και αραδιάζει μια πατούσα ΝΑ με το συμπάθιο. Σκέτο βατραχοπέδιλο. Έσκασε στα γέλια ο κυρ Σάκης, είχε βοηθήσει βέβαια και η μπύρα. Παρήγγειλε άλλη μία και χάθηκε για λίγο στις σκέψεις του.
Είχε γνωρίσει πολλές «ράτσες» στη ζωή του. Θυμήθηκε μια φορά στον Αμαζόνιο, που έσκαγαν οι ντόπιοι με τις βάρκες και παρακαλάγανε για κανένα βαρέλι πετρέλαιο. Κουβαλούσαν και πραμάτεια για ανταλλαγή. Τσαμπιά με μπανάνες, εξωτικά πτηνά και ερπετά, ότι μπορούσαν. Έτσι είχε πάει τον Γιωργάκη τον παπαγάλο στα παιδιά του στην Αθήνα. Κακόμοιρε Γιωργάκη, από τον Αμαζόνιο στην Κυψέλη και μετά το σεισμό του ‘99 στην Αίγινα, σε νοσοκομείο άγριων ζώων γιατί είχε σπάσει το πόδι του.
Αυτές ήταν οι ευχάριστες αναμνήσεις από φιλικούς ανθρώπους. Δεν ξεχνά όμως και μια φορά στον Περσικό, τότε στον πόλεμο, που είχε φάει ρουκέτα από τον Σαντάμ. Είχαν έρθει με ρυμουλκό να τους μαζέψουν. Αξέχαστη εμπειρία κι αυτή.
Η ώρα περνούσε όμως και άκρη δεν είχε βγάλει. Έπρεπε να επιστρέψει στο λιμάνι, την επόμενη μέρα έφευγαν. Τον γλύτωσε ο νέος του φίλος. Πήρε τα κατάλληλα τηλέφωνα και αφού έκλεισε το μπαρ, τον πήγε ο ίδιος με το αμάξι του. Καλοκάγαθος ο γίγαντας τελικά.
Και έτσι αυτή η ιστορία έγινε μια ευχάριστη ανάμνηση, που 20 χρόνια μετά ζωντάνεψε σε ένα Κυριακάτικο τραπέζι. Cheers!
Γαμάτο το στόρυ ρε Lee :D
ΑπάντησηΔιαγραφήThx και για το reference :)
Ταξίδεψα....
ΑπάντησηΔιαγραφήit is: ε, μα ήταν ατάκα τρελλή! :D
ΑπάντησηΔιαγραφήegggod: χαίρομαι.
That was the point.
ΕΓΩ ΔΕΝ ΤΟΝ ΠΟΛΥΠΗΓΑ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ -ΚΑΘΕ ΛΙΜΑΝΙ ΚΑΙ ΓΚΟΜΕΝΑ-ΑΛΛΑ ΕΠΕΙΔΗ Ο ΥΙΟΣ ΤΥΓΧΑΝΕΙ ΓΑΜΩ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ..ΚΑΠΟΥ ΧΑΝΩ ΚΑΤΙ ΚΑΙ ΜΑΛΛΟΝ ΕΙΝΑΙ ΣΥΜΠΑΘΗΣ AFTERALL
ΑπάντησηΔιαγραφήΩΡΑΙΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΠΑΝΤΩΣ
Λοθ, εμενα αυτα μου φαινονται φυσιολογικά, γιατι και ο πατερας μου ηταν ναυτικός πριν παντρευτει και μας ελεγε πιπερατες ιστορίες. Αν τον γνωριζες (οχι τον πατέρα μου, να εξηγούμαστε) θα καταλαβαινες αμεσως οτι ειναι καλούλης και αν εκανε τετοια πραγματα, μαλλον ειναι επειδη ειχε αναγκες, σεξουαλικές ή άλλες...
ΑπάντησηΔιαγραφήαχ τζάμι!απιστευτη ιστορία, είναι που λένε αν έχεις τύχη διάβαινε...
ΑπάντησηΔιαγραφήευτυχώς που κρατησε το στόμα του κλειστό για το ξανθό γκομενάκι!
καααααααααααθεεεεεεε λιμααααααανιιιιιιι και καημοοοοοοοοοοοος...κααααααααθεεεεεεε καημοοοος και δααααααακρυυυυυυ))
ΑπάντησηΔιαγραφήΠρίγκηπα: Εμ τόσα χρόνια στο κουρμπέτι, εχει μαθει να φιλάει λόγια!
ΑπάντησηΔιαγραφήcrazy chef: Κεφάκια απόψε?!
σκηνικο που θυμηθηκα τωρα!
ΑπάντησηΔιαγραφήπριν απο αρκετα χρονακια, σε μια καφετερια στα Εξαρχεια συχναζε ενας ναυτικος αρκετα χαμενος-χωμενος στον μικροκοσμο του!
καποια στιγμη που τα ειχε κοπανησει, αρχισε να ξετυλιγει ενα τραγικο παζλακι!, της υπαρξης του.
μιλησε για μια μικρουλα 12 χρονων την οποια και αποπλανησε σε ενα ταξιδι του.
αισθανθηκε τρελες ενοχες, οποτε και εκανε αποπειρα αυτοκτονιας στην καφετερια...!
μεταμεσονυχτια ασθενοφορα, σοκ, πανικος!
περα απο το οτι τελικα την γλιτωσε, δεν ξαναμαθαμε ποτε γιαυτον...
χμ...και μας μνημονευε συνεχεια τον Α. Καμί!
...σιγουρο σχολιο της Lee!
ΚΑΡΥΑΤΙΔΑ, ΑΝΟΙΞΕ ΔΙΚΟ ΣΟΥ ΜΠΛΟΓΚ!
χεχε
φιλια.
Ωραία συντροφιά στο κρεβάτι του πόνου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΦιλώ σε.
ΚΑΡΥΑΤΙΔΑ: ΕΓΩ ΠΟΥ ΗΜΟΥΝΑ?ΔΟΥΛΕΥΑ ΣΤΗΝ ΑΛΛΗ?
ΑπάντησηΔιαγραφήSORRY LEE ΑΛΛΑ ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΣΤΟ ΤΟΟΣΟ ΤΟ ΑΚΟΥΜΕ ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΝΑ ΜΗΝ ΤΟ ΡΩΤΗΣΟΥΜΕ?
καρυάτιδα: ΑΝΟΙΞΕ ΔΙΚΟ ΣΟΥ ΜΠΛΟΓΚ!
ΑπάντησηΔιαγραφήΜε αυτό το ποστ δεν υποστηριζω οτι ολοι οι ναυτικοί ειναι αγιοι! Ολοι κουβαλάμε τις ενοχες μας.
Αργυρένια μου, τι επαθες? Σε εριξε στο κρεβατι καμιά γριπη? Περαστικά!
Λοθ: Μπορεί να ειχες ρεπό!
(Χθες ειχαμε μαραθωνιο blogging. Απο τις 7 ως τις 11μιση! Μας διαβασε όλους, άφησε κομεντς παντού, μια παρακρουση την έπαθε! Λογικό βεβαια γιατί ειχα κανα μηνα να διαβάσει...)
ΝΑΙ ...ΛΟΓΙΚΟ
ΑπάντησηΔιαγραφήΚΑΙ ΕΓΩ ΟΤΑΝ ΕΡΘΩ ΘΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΜΑΡΑΘΩΝΙΟ ΚΑΦΕΕΕΕΕΕΕ Ε?
θα μας γινουν τα νευρα κρόσια! :)
ΑπάντησηΔιαγραφήPanta se kathilwnoun oi istories apo nautikous,,,to mono sigouro..exoun dei polla.Eniote tous zhleuw kiolas gia tis empeiries tous.
ΑπάντησηΔιαγραφήkabamaru: Κι εγω τις γουστάρω. Ειδικα οταν μας ελεγε για τη ρουκετα στον Περσικό, είχα μεινει μαλάκας!
ΑπάντησηΔιαγραφήΟι ιστοριες των ναυτικων ειναι φοβερες.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕισαι τυχερη που τις βρισκεις τοσο ευκολα στα Κυριακατικα τραπέζια.
:-)
Εμένα τώρα γιατί μου φαίνεται τραγικό να κάθεται στο pc σου η κάρυ (δεν το γράφω όλο έλεος... bah ήδη έγραψα πιο πολλά για να μην το γράψω όλο arghhh) και να σου αφήνει comments μπροστά σου? :P Μας έχει φάει η ρουφιάνα η τεχνολογία... είπε το ρομπότ κι έσβησε...
ΑπάντησηΔιαγραφήlex, κερνωντας λιγο κρασι και ανοιγοντας κουβεντουλα, μαθαινεις πολλά..
ΑπάντησηΔιαγραφήit is, μια φορα το εγραψα αυτο το ποστ, δεν τα ξαναλέω :) Η δευτερη φορα παντως ειναι παντα πιο ευκολη!
Το ρομποτ δεν σβηνει, keep walking!
deadend mind, ξεκινα με μια καλημερα και ενα χαμογελ και ποτέ δεν ξερεις τι θα μάθεις. Φιλάκια